κοστολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοστολόγος | οι | κοστολόγοι |
| γενική | του | κοστολόγου | των | κοστολόγων |
| αιτιατική | τον | κοστολόγο | τους | κοστολόγους |
| κλητική | κοστολόγε | κοστολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοστολόγος < κοστολογώ + -λόγος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
κοστολόγος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός (ενδεχομένως εξειδικευμένος υπάλληλος ή οικονομολόγος) που κοστολογεί
Μεταφράσεις
κοστολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.