κοστολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοστολόγος οι κοστολόγοι
      γενική του κοστολόγου των κοστολόγων
    αιτιατική τον κοστολόγο τους κοστολόγους
     κλητική κοστολόγε κοστολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοστολόγος < κοστολογώ + -λόγος (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

κοστολόγος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.