κοσμοπολιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοσμοπολιτισμός | οι | κοσμοπολιτισμοί |
| γενική | του | κοσμοπολιτισμού | των | κοσμοπολιτισμών |
| αιτιατική | τον | κοσμοπολιτισμό | τους | κοσμοπολιτισμούς |
| κλητική | κοσμοπολιτισμέ | κοσμοπολιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμοπολιτισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική cosmopolitisme[1]
Ουσιαστικό
κοσμοπολιτισμός αρσενικό
- ο τρόπος ζωής και σκέψης του κοσμοπολίτη, με κύριο χαρακτηριστικό τα συχνά ταξίδια στις μοντέρνες, κυρίως, μεγαλουπόλεις και από την άνετη προσαρμογή σε διαφορετικές κάθε φορά νοοτροπίες, αντιλήψεις και συνήθειες
- ο τρόπος ζωής που συνηθίζεται σε όλον τον κόσμο
- (διεθνείς σχέσεις) η θεωρία που υποστηρίζει ότι όλος ο κόσμος είναι μια πολιτεία και πως δε θα έπρεπε να υπάρχουν κράτη, κυριολεκτικά η πίστη σε ένα παγκόσμιο κράτος
- η δέσμευση στην προώθηση συνὐπαρξης και κατανόησης μεταξύ των εθνών
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοσμόπολη
Μεταφράσεις
κοσμοπολιτισμός
- κοσμοπολιτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.