κα

Νέα ελληνικά (el)

Συντομομορφή

κα / Κα θηλυκό συντομογραφία

  • κυρία (με κεφαλαίο, η επίσημη γραφή)

  • Καν (παρωχημένη αιτιατική, σε επιστολογραφία: κυρίαν)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.