κ.κ.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κ.κ. < αρχικό γράμμα του κύριοι διπλασιασμένο κατά το μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική MM (Messieurs, πληθυντικός του Monsieur (Κύριος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.i/

Συντομομορφή

κ.κ. συντομογραφία

Σημειώσεις

  • Συχνή η λανθασμένη διπλή εκφορά *κύριοι κύριοι.
  • Επίσης, ως «κυρίες, κύριοι» (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.