κ.κ.
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κ.κ. < αρχικό γράμμα του κύριοι διπλασιασμένο κατά το μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική MM (Messieurs, πληθυντικός του Monsieur (Κύριος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.i/
Σημειώσεις
- Συχνή η λανθασμένη διπλή εκφορά *κύριοι κύριοι.
- Επίσης, ως «κυρίες, κύριοι» (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Πηγές
- κύριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.