κορύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορύνη οι κορύνες
      γενική της κορύνης των κορυνών
    αιτιατική την κορύνη τις κορύνες
     κλητική κορύνη κορύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορύνη < αρχαία ελληνική κορύνη < κόρυς

Ουσιαστικό

κορύνη θηλυκό

  1. ρόπαλο σε σχήμα ατράκτου
  2. γυμναστικό όργανο, η κορύνα

Συγγενικά

  • κορύνες

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κορύνη < πιθανόν από τη λέξη ἡ κόρυς (γενική τῆς κόρυθος), ὁ κόρυθος ('περικεφαλαία")

Ουσιαστικό

κορύνη θηλυκό

  • πολεμικό ή κυνηγετικό ρόπαλο με μία πλευρά ενισχυμένη

Συγγενικά

  • κορυνάω
  • κορύνησις
  • κορυνήτης
  • κορυνηφόρος
  • κορυνιόεις
  • κορυνομάχος
  • κορυνώδης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.