κορύνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορύνα | οι | κορύνες |
| γενική | της | κορύνας | των | κορύνων |
| αιτιατική | την | κορύνα | τις | κορύνες |
| κλητική | κορύνα | κορύνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κορύνα θηλυκό
- όργανο της ρυθμικής γυμναστικής
- αντικείμενο του μπόουλινγκ
- όργανο και αγώνισμα στίβου στους Παραολυμπιακούς Αγώνες
- κορίνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
