κορνές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορνές οι κορνέδες
      γενική του κορνέ των κορνέδων
    αιτιατική τον κορνέ τους κορνέδες
     κλητική κορνέ κορνέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορνές < γαλλική cornet + < corne + -et < λατινική cornu

Ουσιαστικό

κορνές αρσενικό

  • (γαστρονομία) άλλη μορφή του κορνέ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.