κορνέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κορνέ < γαλλική cornet < corne + -et < λατινική cornu

Ουσιαστικό

κορνέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία) γλυκό με ζύμη σε σχήμα κώνου γεμισμένο με σαντιγί
  2. σκεύος για το γαρνίρισμα με σαντιγί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.