κοράλλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοράλλινος | η | κοράλλινη | το | κοράλλινο |
| γενική | του | κοράλλινου | της | κοράλλινης | του | κοράλλινου |
| αιτιατική | τον | κοράλλινο | την | κοράλλινη | το | κοράλλινο |
| κλητική | κοράλλινε | κοράλλινη | κοράλλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοράλλινοι | οι | κοράλλινες | τα | κοράλλινα |
| γενική | των | κοράλλινων | των | κοράλλινων | των | κοράλλινων |
| αιτιατική | τους | κοράλλινους | τις | κοράλλινες | τα | κοράλλινα |
| κλητική | κοράλλινοι | κοράλλινες | κοράλλινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοράλλι
Μεταφράσεις
κοράλλινος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.