κοπανατζής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοπανατζής οι κοπανατζήδες
      γενική του κοπανατζή των κοπανατζήδων
    αιτιατική τον κοπανατζή τους κοπανατζήδες
     κλητική κοπανατζή κοπανατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοπανατζής < κοπάνα + -τζής

Ουσιαστικό

κοπανατζής αρσενικό

  • που κάνει συνέχεια κοπάνες, που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο ή από την εργασία του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.