κοντραμπατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντραμπατζής οι κοντραμπατζήδες
      γενική του κοντραμπατζή των κοντραμπατζήδων
    αιτιατική τον κοντραμπατζή τους κοντραμπατζήδες
     κλητική κοντραμπατζή κοντραμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντραμπατζής < κοντραμπά(ντο) + -τζής

Προφορά

ΔΦΑ : /kon.dɾa.baˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοντραμπατζής

Ουσιαστικό

κοντραμπατζής αρσενικό

  • (παρωχημένο) ο λαθρέμπορος
      Κοντραμπατζήδες έξι επτά μέσα σε ένα καΐκι, λαθραία εφορτώσανε απ’ την Θεσσαλονίκη. (Από το ομώνυμο τραγούδι σε στίχους και μουσική του Κώστα Ρούκουνα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.