κοντραμπαντιέρης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοντραμπαντιέρης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοντραμπαντιέρης αρσενικό

  • (σπάνιο) άλλη μορφή του κοντραμπατζής
      Παράδειγμα απ' τις χιλιάδες ο Ρεμπώ, ο κοντραμπαντιέρης, που γύριζε στεριές και πελάη, για να πεθάνει τριανταεφτά χρονών, αφήνοντας στην παγκόσμια κληρονομιά, μόνο εκείνο ας πούμε, το φοβερό αριστούργημα Το μεθυσμένο καράβι. (Μέλπω Αξιώτη, Άπαντα, τόμος 6, εκδ. Κέδρος, 1983, σελ. 236)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.