κονσερβοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κονσερβοποιός | οι | κονσερβοποιοί |
| γενική | του/της | κονσερβοποιού | των | κονσερβοποιών |
| αιτιατική | τον/την | κονσερβοποιό | τους/τις | κονσερβοποιούς |
| κλητική | κονσερβοποιέ | κονσερβοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονσερβοποιός < κονσερβοποιώ + -ός
Μεταφράσεις
κονσερβοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.