κονκάρδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κονκάρδα | οι | κονκάρδες |
| γενική | της | κονκάρδας | των | κονκαρδών |
| αιτιατική | την | κονκάρδα | τις | κονκάρδες |
| κλητική | κονκάρδα | κονκάρδες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κονκάρδα θηλυκό (& κογκάρδα)
- φορέας μηνύματος ή σήματος συνήθως κυκλικός από διάφορα υλικά που τοποθετείται στο πέτο (ή και αλλού) και με το οποίο δηλώνεται η προτίμηση μας σ' ένα κόμμα, μια ιδέα, έναν αθλητικό σύλλογο, ότι συμμετέχουμε σε συνέδριο κ.ο.κ.
- αισθητική καρφίτσα φτηνής κατασκευής συνήθως με θέμα που αναπτύσσεται στις δύο διαστάσεις (όχι καρφίτσα κόσμημα, πχ. αισθητική κονκάρδα με χρώματα ή σχήματα)
Αναφορές
- κονκάρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.