κονκάρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονκάρδα οι κονκάρδες
      γενική της κονκάρδας των κονκαρδών
    αιτιατική την κονκάρδα τις κονκάρδες
     κλητική κονκάρδα κονκάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονκάρδα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική cocarde + [1] < coq + -ard < λατινικά coccus < ηχομιμητική λέξη

Ουσιαστικό

κονκάρδα θηλυκό (& κογκάρδα)

  1. φορέας μηνύματος ή σήματος συνήθως κυκλικός από διάφορα υλικά που τοποθετείται στο πέτο (ή και αλλού) και με το οποίο δηλώνεται η προτίμηση μας σ' ένα κόμμα, μια ιδέα, έναν αθλητικό σύλλογο, ότι συμμετέχουμε σε συνέδριο κ.ο.κ.
  2. αισθητική καρφίτσα φτηνής κατασκευής συνήθως με θέμα που αναπτύσσεται στις δύο διαστάσεις (όχι καρφίτσα κόσμημα, πχ. αισθητική κονκάρδα με χρώματα ή σχήματα)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.