κομψότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κομψότης αἱ κομψότητες
      γενική τῆς κομψότητος τῶν κομψοτήτων
      δοτική τῇ κομψότητ ταῖς κομψότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κομψότητ τὰς κομψότητᾰς
     κλητική ! κομψότης κομψότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κομψότητε
γεν-δοτ τοῖν  κομψοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομψότης < κομψό(ς) + -της

Ουσιαστικό

κομψότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.