κομψότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κομψότης | αἱ | κομψότητες |
| γενική | τῆς | κομψότητος | τῶν | κομψοτήτων |
| δοτική | τῇ | κομψότητῐ | ταῖς | κομψότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κομψότητᾰ | τὰς | κομψότητᾰς |
| κλητική ὦ! | κομψότης | κομψότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κομψότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κομψοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- κομψότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.