κομπιουτεράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κομπιουτεράκι | τα | κομπιουτεράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κομπιουτεράκι | τα | κομπιουτεράκια |
| κλητική | κομπιουτεράκι | κομπιουτεράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κομπιουτεράκι.
Ετυμολογία
- κομπιουτεράκι < κομπιούτερ (< αγγλική computer) + υποκοριστικό επίθημα -άκι. Αποδίδει το αγγλικό calculator
Προφορά
Ουσιαστικό
κομπιουτεράκι ουδέτερο
- η αριθμομηχανή
- (μεταφορικά) άνθρωπος που μπορεί να κάνει νοερά πολύπλοκους αριθμητικούς υπολογισμούς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κομπιούτερ
Μεταφράσεις
κομπιουτεράκι
Αναφορές
- κομπιουτεράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.