κόμπασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόμπασμα | τα | κομπάσματα |
| γενική | του | κομπάσματος | των | κομπασμάτων |
| αιτιατική | το | κόμπασμα | τα | κομπάσματα |
| κλητική | κόμπασμα | κομπάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόμπασμα < αρχαία ελληνική κόμπασμα < κομπάζω
Μεταφράσεις
κόμπασμα
|
- κόμπασμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.