κομματίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομματίδιο τα κομματίδια
      γενική του κομματίδιου
& κομματιδίου
των κομματίδιων
& κομματιδίων
    αιτιατική το κομματίδιο τα κομματίδια
     κλητική κομματίδιο κομματίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομματίδιο < κόμμα (κόμματος) + -ίδιο

Ουσιαστικό

κομματίδιο ουδέτερο

  • (πολιτική) μικρό (πολιτικό) κόμμα
    Από τον Ιούνιο του 2012 έχουν ιδρυθεί 14 κομματίδια! (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.