κόμματος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κόμματος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κόμματος αρσενικό

  1. (οικείο) πάρα πολύ όμορφη γυναίκα ή άνδρας
  2. (σπάνιο) μεγάλο κομμάτι, κομματάρα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κόμματος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.