κολοκυθόσπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολοκυθόσπορος οι κολοκυθόσποροι
      γενική του κολοκυθόσπορου των κολοκυθόσπορων
    αιτιατική τον κολοκυθόσπορο τους κολοκυθόσπορους
     κλητική κολοκυθόσπορε κολοκυθόσποροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολοκυθόσπορος < κολοκύθι + σπόρος

Ουσιαστικό

κολοκυθόσπορος αρσενικό

  1. σπόρος του κολοκυθιού
  2. τα σπέρματα του κολοκυθιού, ο πασατέμπος

Συνώνυμα

  • κολοκυθόσπορο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.