κόλλυβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόλλυβος | οι | κόλλυβοι |
| γενική | του | κολλύβου & κόλλυβου |
των | κολλύβων |
| αιτιατική | τον | κόλλυβο | τους | κολλύβους |
| κλητική | κόλλυβε | κόλλυβοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλλυβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κόλλυβος αρσενικό
- νόμισμα μικρής αξίας· οποιοδήποτε κέρμα αξίας κάτω από την νομισματική μονάδα, ιδιαίτερα μικρή νομισματική υποδιαίρεση, (λέξη γνωστή από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.)
- κέρδος του αργυραμοιβού, του κολλυβιστή, από την ανταλλαγή νομίσματος
Μεταφράσεις
κόλλυβος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.