κόλλυβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόλλυβος οι κόλλυβοι
      γενική του κολλύβου
& κόλλυβου
των κολλύβων
    αιτιατική τον κόλλυβο τους κολλύβους
     κλητική κόλλυβε κόλλυβοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόλλυβος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κόλλυβος αρσενικό

  1. νόμισμα μικρής αξίας· οποιοδήποτε κέρμα αξίας κάτω από την νομισματική μονάδα, ιδιαίτερα μικρή νομισματική υποδιαίρεση, (λέξη γνωστή από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.)
  2. κέρδος του αργυραμοιβού, του κολλυβιστή, από την ανταλλαγή νομίσματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.