κολλυβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολλυβάς οι κολλυβάδες
      γενική του κολλυβά των κολλυβάδων
    αιτιατική τον κολλυβά τους κολλυβάδες
     κλητική κολλυβά κολλυβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολλυβάς < Κολλυβάς < Κολλυβάδες < κόλλυβα

Ουσιαστικό

κολλυβάς αρσενικό

  1. εναλλακτική, σπανιότερη χρήση του όρου Κολλυβάς (με κεφαλαίο Κ, ως ονομαστικό), του υποστηρικτή του κινήματος του μέσου του 19ου αιώνα των Κολλυβάδων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα μνημόσυνα μετά κολλύβων δεν πρέπει να τελώνται την Κυριακή και τις δεσποτικές εορτές
    Ισως είναι ο κολλυβάς ιερομόναχος Γρηγόριος που έγραψε επιστολή.. {Ελληνορωσικά, Κ. Παπουλίδης, κδ. Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 1988)
    Είναι χαρακτηριστικά αυτά που γράφει, απαντώντας στην "Αδελφική Διδασκαλία" του Κοραή, ο γνωστός "κολλυβάς" ιερομόναχος και σχολάρχης Χίου Αθανάσιος Πάριος Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδόσεις Παπαζήση, 2000
    Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ χαλκέντερος κολλυβᾶς
    Ο κολλυβάς μοναχός Νικόδημος Αγιορείτης, βασικός πολέμιος της δυτικής σκέψης και της κοσμικής ηθικής, πρωτοστάτησε στον έλεγχο της ανάγνωσης
  2. αυτός που παρασκευάζει κόλλυβα
  3. (παρωχημένο, επάγγελμα, οικονομία) ο κολλυβιστής, ο αργυραμοιβός, ο σαράφης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.