κολλαγόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολλαγόνο τα κολλαγόνα
      γενική του κολλαγόνου των κολλαγόνων
    αιτιατική το κολλαγόνο τα κολλαγόνα
     κλητική κολλαγόνο κολλαγόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολλαγόνο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κολλαγόνο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.