κοκό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοκό | τα | κοκά |
| γενική | του | κοκού | των | κοκών |
| αιτιατική | το | κοκό | τα | κοκά |
| κλητική | κοκό | κοκά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
και ως άκλιτο
Ουσιαστικό
κοκό ουδέτερο (κλιτό και άκλιτο)
- κοκαΐνη
- Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό, / πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο, / κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές, / σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
- ≈ συνώνυμα:: κόκα
- (σκωπτικό) συνουσία
- (στην παιδική γλώσσα) αβγό
- (στην παιδική γλώσσα) γλυκό
Μεταφράσεις
κοκό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.