κοκαϊνομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκαϊνομανής η κοκαϊνομανής το κοκαϊνομανές
      γενική του κοκαϊνομανούς* της κοκαϊνομανούς του κοκαϊνομανούς
    αιτιατική τον κοκαϊνομανή την κοκαϊνομανή το κοκαϊνομανές
     κλητική κοκαϊνομανή(ς) κοκαϊνομανής κοκαϊνομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκαϊνομανείς οι κοκαϊνομανείς τα κοκαϊνομανή
      γενική των κοκαϊνομανών των κοκαϊνομανών των κοκαϊνομανών
    αιτιατική τους κοκαϊνομανείς τις κοκαϊνομανείς τα κοκαϊνομανή
     κλητική κοκαϊνομανείς κοκαϊνομανείς κοκαϊνομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοκαϊνομανής < κοκαΐνη + -μανής

Επίθετο

κοκαϊνομανής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.