κοινότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοινότυπος | η | κοινότυπη | το | κοινότυπο |
| γενική | του | κοινότυπου | της | κοινότυπης | του | κοινότυπου |
| αιτιατική | τον | κοινότυπο | την | κοινότυπη | το | κοινότυπο |
| κλητική | κοινότυπε | κοινότυπη | κοινότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοινότυποι | οι | κοινότυπες | τα | κοινότυπα |
| γενική | των | κοινότυπων | των | κοινότυπων | των | κοινότυπων |
| αιτιατική | τους | κοινότυπους | τις | κοινότυπες | τα | κοινότυπα |
| κλητική | κοινότυποι | κοινότυπες | κοινότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοινότυπος < επίθετο κοινότοπος, με αντικατάσταση του δέυτερου συνθετικού τόπος με τύπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική common type
Επίθετο
κοινότυπος -η -ο
όρος μεταγενέστερος μα συνηθέστερος του "κοινότοπος"
- → δείτε τη λέξη κοινότοπος.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κοινότυπος
|
→ δείτε τη λέξη κοινότοπος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.