κοινοβιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοινοβιακός | η | κοινοβιακή | το | κοινοβιακό |
| γενική | του | κοινοβιακού | της | κοινοβιακής | του | κοινοβιακού |
| αιτιατική | τον | κοινοβιακό | την | κοινοβιακή | το | κοινοβιακό |
| κλητική | κοινοβιακέ | κοινοβιακή | κοινοβιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοινοβιακοί | οι | κοινοβιακές | τα | κοινοβιακά |
| γενική | των | κοινοβιακών | των | κοινοβιακών | των | κοινοβιακών |
| αιτιατική | τους | κοινοβιακούς | τις | κοινοβιακές | τα | κοινοβιακά |
| κλητική | κοινοβιακοί | κοινοβιακές | κοινοβιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοινοβιακός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.