κλιματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιματικός | η | κλιματική | το | κλιματικό |
| γενική | του | κλιματικού | της | κλιματικής | του | κλιματικού |
| αιτιατική | τον | κλιματικό | την | κλιματική | το | κλιματικό |
| κλητική | κλιματικέ | κλιματική | κλιματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιματικοί | οι | κλιματικές | τα | κλιματικά |
| γενική | των | κλιματικών | των | κλιματικών | των | κλιματικών |
| αιτιατική | τους | κλιματικούς | τις | κλιματικές | τα | κλιματικά |
| κλητική | κλιματικοί | κλιματικές | κλιματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλιματικός < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κλιματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.