κλιμακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιμακοφόρος | η | κλιμακοφόρα | το | κλιμακοφόρο |
| γενική | του | κλιμακοφόρου | της | κλιμακοφόρας | του | κλιμακοφόρου |
| αιτιατική | τον | κλιμακοφόρο | την | κλιμακοφόρα | το | κλιμακοφόρο |
| κλητική | κλιμακοφόρε | κλιμακοφόρα | κλιμακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιμακοφόροι | οι | κλιμακοφόρες | τα | κλιμακοφόρα |
| γενική | των | κλιμακοφόρων | των | κλιμακοφόρων | των | κλιμακοφόρων |
| αιτιατική | τους | κλιμακοφόρους | τις | κλιμακοφόρες | τα | κλιμακοφόρα |
| κλητική | κλιμακοφόροι | κλιμακοφόρες | κλιμακοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κλιμακοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.