κλιμακοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλιμακοστάσιο | τα | κλιμακοστάσια |
| γενική | του | κλιμακοστασίου & κλιμακοστάσιου |
των | κλιμακοστασίων |
| αιτιατική | το | κλιμακοστάσιο | τα | κλιμακοστάσια |
| κλητική | κλιμακοστάσιο | κλιμακοστάσια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kli.ma.koˈsta.si.o/
Ουσιαστικό
κλιμακοστάσιο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.