κλεφταρού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλεφταρού | οι | κλεφταρούδες |
| γενική | της | κλεφταρούς | των | κλεφταρούδων |
| αιτιατική | την | κλεφταρού | τις | κλεφταρούδες |
| κλητική | κλεφταρού | κλεφταρούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kle.ftaˈɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐φτα‐ρού
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλέφτης
Μεταφράσεις
κλεφταρού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.