κλακαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλακαδόρος οι κλακαδόροι
      γενική του κλακαδόρου των κλακαδόρων
    αιτιατική τον κλακαδόρο τους κλακαδόρους
     κλητική κλακαδόρε κλακαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλακαδόρος < κλάκα + -αδόρος < γαλλική claque < claquer < πρωτογερμανική *klakōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glag- (θορυβώ)

Ουσιαστικό

κλακαδόρος αρσενικό

  • (επάγγελμα) άτομο που με κάποιο τρόπο πληρώνεται, για να παρίσταται σε δημόσιες εκδηλώσεις και να επευφημεί, να αποδοκιμάζει και να δημιουργεί εντυπώσεις
    Αντ' αυτού είδαμε μια ομάδα ανθρώπων να συμπεριφέρονται ως κλακαδόροι και με πρωτοφανή μισαλλοδοξία που δεν ταιριάζει με το ήθος ενός δημοκρατικού πολίτη. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.