κισσοστεφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κισσοστεφής η κισσοστεφής το κισσοστεφές
      γενική του κισσοστεφούς* της κισσοστεφούς του κισσοστεφούς
    αιτιατική τον κισσοστεφή την κισσοστεφή το κισσοστεφές
     κλητική κισσοστεφή(ς) κισσοστεφής κισσοστεφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κισσοστεφείς οι κισσοστεφείς τα κισσοστεφή
      γενική των κισσοστεφών των κισσοστεφών των κισσοστεφών
    αιτιατική τους κισσοστεφείς τις κισσοστεφείς τα κισσοστεφή
     κλητική κισσοστεφείς κισσοστεφείς κισσοστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κισσοστεφής < αρχαία ελληνική κισσοστεφής < κισσός + στέφω

Επίθετο

κισσοστεφής, -ής, -ές

  • που είναι στεφανωμένος με κισσό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.