κιούγκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιούγκι τα κιούγκια
      γενική του κιουγκιού των κιουγκιών
    αιτιατική το κιούγκι τα κιούγκια
     κλητική κιούγκι κιούγκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιούγκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική künk < περσική گنگ (gung)

Ουσιαστικό

κιούγκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.