κινητοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κινητοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινητοποιώ
  2. θα κινητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινητοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κινητοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κινητοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.