κιγκαλερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιγκαλερία οι κιγκαλερίες
      γενική της κιγκαλερίας των κιγκαλεριών
    αιτιατική την κιγκαλερία τις κιγκαλερίες
     κλητική κιγκαλερία κιγκαλερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιγκαλερία < (άμεσο δάνειο) γαλλική quincaillerie < quincaille + -erie < clincaille < πρωτογερμανική *klinganą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gley- (κολλώ)

Ουσιαστικό

κιγκαλερία θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

  • είδη κιγκαλερίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.