κηλιδώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κηλιδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηλιδώνω
  2. θα κηλιδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηλιδώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κηλιδώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κηλίδωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.