δακτυλίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δακτυλίωση οι δακτυλιώσεις
      γενική της δακτυλίωσης* των δακτυλιώσεων
    αιτιατική τη δακτυλίωση τις δακτυλιώσεις
     κλητική δακτυλίωση δακτυλιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δακτυλιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δακτυλίωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δακτυλίωση θηλυκό

  • τοποθέτηση ενός κρίκου σε πτηνά για την αναγνώρισή τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.