κηκίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κηκίδι | τα | κηκίδια |
| γενική | του | κηκιδιού | των | κηκιδιών |
| αιτιατική | το | κηκίδι | τα | κηκίδια |
| κλητική | κηκίδι | κηκίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κηκίδια σε φύλλο οξυάς.
Ετυμολογία
- κηκίδι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κηκίδιν, κηκίδι < ελληνιστική κοινή κηκίδιον υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κηκίς
Ουσιαστικό
κηκίδι θηλυκό
Συνώνυμα
- (καθαρεύουσα) κηκίδιον
Συγγενικά
- κηκιδιά
- κηκιδογόνος
- Κηκιδόμυια (ταξινομικό γένος, καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
κηκίδι
|
|
Πηγές
- «κηκίδιον, κηκίδι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
κηκίδι θηλυκό
- άλλη μορφή του κηκίδιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.