κεφαλαιαγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλαιαγορά οι κεφαλαιαγορές
      γενική της κεφαλαιαγοράς των κεφαλαιαγορών
    αιτιατική την κεφαλαιαγορά τις κεφαλαιαγορές
     κλητική κεφαλαιαγορά κεφαλαιαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλαιαγορά < κεφαλαι- + αγορά

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.fa.le.a.ɣoˈɾa/

Ουσιαστικό

κεφαλαιαγορά θηλυκό

  1. συνώνυμο του χρηματαγορά
  2. οι χρηματιστηριακές συναλλαγές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.