κεραυνοβολήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κεραυνοβολήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κεραυνοβολώ
- θα κεραυνοβολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κεραυνοβολώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κεραυνοβολήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεραυνοβόληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.