κεραμιδόχωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεραμιδόχωμα τα κεραμιδοχώματα
      γενική του κεραμιδοχώματος των κεραμιδοχωμάτων
    αιτιατική το κεραμιδόχωμα τα κεραμιδοχώματα
     κλητική κεραμιδόχωμα κεραμιδοχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεραμιδόχωμα < κεραμίδι + -ο- + χώμα

Ουσιαστικό

κεραμιδόχωμα ουδέτερο

  1. χώμα που είναι κατάλληλο για την παρασκευή κεραμιδιών σε κεραμοποιείο
  2. χώμα ή σκόνη που έχει προκύψει από τριμμένα κεραμίδια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.