κεραμίδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεραμίδωση | οι | κεραμιδώσεις |
| γενική | της | κεραμίδωσης* | των | κεραμιδώσεων |
| αιτιατική | την | κεραμίδωση | τις | κεραμιδώσεις |
| κλητική | κεραμίδωση | κεραμιδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κεραμιδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεραμίδωση < κεραμιδώνω + -ση < αρχαία ελληνική κεραμιδόω < κεραμίς < κέραμος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κεραμίδι
Μεταφράσεις
κεραμίδωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.