κεραμίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κερᾰμῐδ- ιωνικός & ελληνιστικός τύπος: κερᾰμῑδ-
ονομαστική κεραμίς αἱ κεραμίδες
& κεραμῖδες
      γενική τῆς κεραμίδος
& κεραμῖδος
τῶν κεραμίδων
      δοτική τῇ κεραμίδ
& κεραμῖδ
ταῖς κεραμίσῐ(ν)
& κεραμῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κεραμίδ
& κεραμῖδ
τὰς κεραμίδᾰς
& κεραμῖδᾰς
     κλητική ! κεραμίς* κεραμίδες
& κεραμῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεραμίδε & κεραμῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κεραμίδοιν
Εξαίρεση: με βραχύ γιώτα στο θέμα και επιπλέον μακρό (μεταγενέστερο ή ιωνικό).

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «κεραμίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεραμίς < κέραμ(ος) + -ίς

Ουσιαστικό

κεραμίς, -ίδος (ιωνικός & ελληνιστικός τύπος: -ῖδος) θηλυκό

  1. (οικοδομική) κεραμίδι
  2. (οικοδομική) κεραμίδα, πλάκα μαρκίζας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.