κεντήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεντήτρια | οι | κεντήτριες |
| γενική | της | κεντήτριας | των | κεντητριών |
| αιτιατική | την | κεντήτρια | τις | κεντήτριες |
| κλητική | κεντήτρια | κεντήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κεντήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.