κεκέδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεκέδισμα | τα | κεκεδίσματα |
| γενική | του | κεκεδίσματος | των | κεκεδισμάτων |
| αιτιατική | το | κεκέδισμα | τα | κεκεδίσματα |
| κλητική | κεκέδισμα | κεκεδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceˈce.ði.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κέ‐δι‐σμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κεκές
Μεταφράσεις
κεκέδισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.