κειμήλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κειμήλιο τα κειμήλια
      γενική του κειμηλίου
& κειμήλιου
των κειμηλίων
    αιτιατική το κειμήλιο τα κειμήλια
     κλητική κειμήλιο κειμήλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κειμήλιο < αρχαία ελληνική κειμήλιον < κεῖμαι

Ουσιαστικό

κειμήλιο ουδέτερο

  1. το αντικείμενο που έχει για κάποιον μεγάλη συναισθηματική αξία ώστε να το διατηρεί ως αναμνηστικό
  2. (θρησκεία) το λείψανο αγίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.