κειμήλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κειμήλιο | τα | κειμήλια |
| γενική | του | κειμηλίου & κειμήλιου |
των | κειμηλίων |
| αιτιατική | το | κειμήλιο | τα | κειμήλια |
| κλητική | κειμήλιο | κειμήλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κειμήλιο < αρχαία ελληνική κειμήλιον < κεῖμαι
Ουσιαστικό
κειμήλιο ουδέτερο
- το αντικείμενο που έχει για κάποιον μεγάλη συναισθηματική αξία ώστε να το διατηρεί ως αναμνηστικό
- (θρησκεία) το λείψανο αγίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.