καψούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καψούλα | οι | καψούλες |
| γενική | της | καψούλας | των | (καψουλών) |
| αιτιατική | την | καψούλα | τις | καψούλες |
| κλητική | καψούλα | καψούλες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpsu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ψού‐λα
- τονικό παρώνυμο: κάψουλα
Μεταφράσεις
καψούλα
|
Αναφορές
- καψούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.