capsula

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

capsula < λατινική capsula < capsa + -ula
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κάψουλα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkap.su.la/

Ουσιαστικό

capsula θηλυκό

  1. κάψουλα
  2. κορόνα δοντιού



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

capsula < caps(a) + υποκοριστικό επίθημα -ula. Δείτε capio

Ουσιαστικό

capsula θηλυκό

  • μικρή θήκη

Απόγονοι

capsula (λατινικά)

αγγλικά: capsule
γαλλικά: capsule
ισπανικά: cápsula
ιταλικά: capsula
νέα ελληνικά: κάψουλα
ρωσικά: капсула (kápsula)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.