καυκί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καυκί τα καυκιά
      γενική του καυκιού των καυκιών
    αιτιατική το καυκί τα καυκιά
     κλητική καυκί καυκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καυκί < μεσαιωνική ελληνική κουκί / καυκίον < ελληνιστική κοινή καυκίον < καῦκος

Προφορά

ΔΦΑ : /kafˈci/
{{συλλ|καυ|κί}

Ουσιαστικό

καυκί ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) κούπα
    άλλες μορφές: καύκα
  2. (ιδιωματικό) καύκαλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.